- πλουτιστής
- πλουτ-ιστής, οῦ, ὁ,A one who enriches, IGRom.3.204 ([place name] Ancyra), CIG4018 (ibid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλουτιστής — ο, ΝΑ [πλουτίζω] αυτός που καθιστά κάποιον πλούσιο … Dictionary of Greek
πλουτιστά — πλουτιστά̱ , πλουτιστής one who enriches masc nom/voc/acc dual πλουτιστής one who enriches masc voc sg πλουτιστής one who enriches masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτιστήρ — ῆρος, ὁ, Α πλουτιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλουτίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. θερισ τήρ)] … Dictionary of Greek
πλουτοδοτήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. πλουτοδότειρα, Α (προσωνυμία τού Απόλλωνος και επίθ. τής Δήμητρος) πλουτιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. ολβο δοτήρ] … Dictionary of Greek